Ίδιο βήμα κάθε πρωί. Που ΄χει μια μικρή αστάθεια και προδίδει πως το βράδυ τον συντροφεύουν λίγα ποτηράκια κρασί ή ζιβανία. Σκηνοθέτης αν ήσουν θα τον ξεχώριζες αμέσως. Είναι σαν κανένα άλλο τριγύρω. Θυμάσαι που ‘χες διαβάσει σ’ ένα ποίημα για την «ματωμένη αξιοπρέπεια»; Ε, μια τέτοια καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του. Ματωμένη αξιοπρέπεια. Σκαμμένο από ρυτίδες, όχι μόνο του γήρατος, μα και του πόνου. Έχει και κάτι σπαρακτικά όμορφο στην τσακισμένη του κορμοστασιά και σ’ αυτή τη διαπεραστική ματιά. Και τούτη η επιμονή του κάθε μέρα στις 7:10 να περνά τη λεωφόρο με ένα σακκίδιο, για να πάει δουλειά..
Σαν να φορτώνεσαι την αποτυχία ολόκληρης πολιτείας και κοινωνίας, που τέτοιος γέροντας πρέπει ακόμη να πηγαίνει δουλειά, αντί να διάγει πναστός όσο βιό του ‘χει απομείνει. Φθαρμένος χειμωνιάτικος σκούφος και μπουφάν που ‘χει τα χρόνια του γέροντα. Στο ραδιόφωνο μακρόσυρτες ομιλίες από πολιτικάντηδες, με ευχάριστα διαλείμματα από νεαρές δεσποινιδούλες και νεαρούς δελφίνους, που παίζουν «πολιτικούς και επαναστάτες». Ο γέροντας δεν μοιάζει απ’ αυτούς που ακούνε ραδιόφωνο, ούτε νομίζω να ‘χει τηλεόραση στο σπίτι.
Θυμάμαι ότι την εβδομάδα που ακολούθησε το κούρεμα, σχεδόν δεν κοίταζα έξω για να δω αυτόν ή κάτι άλλο. Άκουγα ειδήσεις, διάβαζα ειδήσεις, έβλεπα ειδήσεις… Ξαφνικά τον είδα. Σκυφτός μ’ ένα μαχαιράκι έκοβε χόρτα. Ατάραχος. Δίπλα από τη λεωφόρο. Που είναι γεμάτα καυσαέριο. Τα έκοβε και τα φύλαγε στο σακκίδιο. Βραστά με ελαιόλαδο φαντάζομαι για το βράδυ. Κι εμείς ζούσαμε στην παραζάλη, κι ο γέροντας έκοβε χόρτα. Κι ο γέροντας την Κυριακή θα συνέχιζε να πηγαίνει στην εκκλησία, θα συνέχιζε να ξυπνά το πρωί να πίνει το νερό του και να λέει Δόξα τω Θεώ. Θα τρώει μαύρες ελιές και θα βρίσκει καταφύγιο στο χωριό του, μακριά από μια πόλη που μας έκανε ξένους.
Ο γέροντας δεν βλέπει τηλεόραση και δεν ξέρει πως η λαλιά του μπορεί να είναι γλώσσα, κι όχι διάλεκτος, όπως διαλαλούν τελάληδες, εσχάτως. Ο γέροντας δεν βλέπει ΡΙΚ και δεν θα είδε το ντοκιμαντέρ της κυρίας Σούλας, κι έτσι θυμάται ακόμη τι έγινε στην τουρκοανταρσία. Ο γέροντας δεν βλέπει The Voice και συνεχίζει να επιβιώνει σε μια άγονη γραμμή, μουρμουρίζοντας τραγούδια που ξέρεις, μα τα ‘χεις ξεχάσει. Ο γέροντας συνεχίζει να περπατά με το ελαφρώς ασταθές βήμα του, ενώ εσύ τον παρακολουθείς τάχα εκνευρισμένη με τον επαναστάτη κομμουνιστή της κοκα κόλας να ουρλιάζει στο ραδιόφωνο για τον απλό άνθρωπο.. «Kalinixta se olous» που λέει κι η χαριτωμένη κοπελιά που διακοσμεί εκτάκτως τα «πάνελ» μας με πινελιές πολιτικών δηλώσεων. Γεια σου γέροντα, πάνε μέρες να σε δω…